Γυναίκα, μητέρα, εργαζόμενη (ή μη) μεταναστευτικής καταγωγής και τα εμπόδια που αντιμετωπίζει στην ένταξη και στην εργασία.

Ο Νέλσον Μαντέλα είπε πως το να αρνείσαι στους ανθρώπους τα δικαιώματά τους είναι σαν να αμφισβητείς ότι είναι άνθρωποι. H μη αποδοχή της διαφορετικότητας κάθε είδους, είτε ως προς το φύλο, είτε την καταγωγή ή τη θρησκεία, εξακολουθεί να οδηγεί στην καταπάτηση δικαιωμάτων αμέτρητων ανθρώπων παγκοσμίως. Οι βαθιά ριζωμένες, στην κοινωνία, προκαταλήψεις σε συνδυασμό με τις στενόμυαλες προσεγγίσεις που υπάρχουν σε πολλές χώρες δυσχεραίνουν την ένταξη και τη συμπερίληψη των ανθρώπων με πολιτισμικές ή άλλες διαφορές. Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, συχνά παρατηρείται πως η αναγνώριση των δικαιωμάτων των μεταναστών και μεταναστριών και η ένταξή τους κυλά με αρκετά αργούς ρυθμούς και γραφειοκρατικά εμπόδια, βάζοντας τον πληθυσμό αυτό στο περιθώριο σε πολλούς τομείς, όπως στην εργασία. Ποια είναι όμως η θέση των γυναικών μεταναστευτικής καταγωγής στο πλαίσιο αυτό; 

Όταν ένας άνδρας αδυνατεί να έχει ισότιμες ευκαιρίες στην εργασία λόγω της μεταναστευτικής του καταγωγής, τότε μιλάμε για ρατσισμό. Όταν μια γυναίκα ή μια μητέρα μεταναστευτικού προφίλ δεν έχει ισότιμες ευκαιρίες ένταξης τόσο λόγω του φύλου της όσο και για την μεταναστευτική της ιδιότητα, αλλά και την οικογενειακή κατάστασή της, τότε είναι «διπλό το κακό» και υπάρχει δυσκολία στο να δοθεί ένας ξεκάθαρος ορισμός. Η δυσκολία αυτών των γυναικών μάς παραπέμπει στον όρο της διαθεματικότητας που ανέπτυξε η υπέρμαχος ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πρωτοπόρος ακαδημαϊκός Kimberle Crenshaw. Η διαθεματικότητα κάνει λόγο ακριβώς γι’ αυτήν τη διπλή διάκριση, το «διπλό κακό», καθώς ο όρος δημιουργήθηκε για να αναδείξει τη συχνή προτεραιοποίηση των λευκών γυναικών σε ζητήματα έμφυλων διακρίσεων και αντίστοιχα των μαύρων ανδρών σε ζητήματα φυλετικών διακρίσεων. Ως αποτέλεσμα, οι γυναίκες-μητέρες μεταναστευτικού προφίλ αντιμετωπίζουν διαφορετικά εμπόδια, καθώς δεν εντάσσονται σε κάποια «ξεκάθαρη κατηγορία», λόγω των διαφορετικών ταυτοτήτων που φέρουν. Αυτό, συνήθως, οδηγεί στην παροχή λιγότερων εργασιακών ευκαιριών στις γυναίκες μεταναστευτικού προφίλ. 

Η συμπερίληψη και η αποδοχή της διαφορετικότητας δεν είναι θέμα επιλογής αλλά το αναγκαίο ζητούμενο για την εξέλιξη και την ανάπτυξη μιας κοινωνίας και των συστημάτων της όπως αυτό της αγοράς εργασίας. Πέρα από το θετικό πρόσημο που μπορούν να προσφέρουν στην οικονομία μιας χώρας, οι γυναίκες μεταναστευτικής καταγωγής μπορούν επίσης να εμπλουτίσουν το εργασιακό περιβάλλον με την κουλτούρα τους, τον τρόπο σκέψης και τη διαφορετικότητά τους.  

Ένα συμπεριληπτικό περιβάλλον απαιτεί δράση και δέσμευση από όλους τους ανθρώπους που το αποτελούν, για να καλλιεργηθούν η ανοιχτότητα, η ενσυναίσθηση και ο σεβασμός στο διαφορετικό. Οι γυναίκες που πήραν τη δύσκολη απόφαση να μεταναστεύσουν σε ένα φαινομενικά καλύτερο, ουσιαστικά άγνωστο περιβάλλον με εμπειρίες τραυματικές, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, μιλούν για αναγνώριση, αξιοπρέπεια, οικονομική ανεξαρτησία. Επιθυμούν να βγουν από το καβούκι της αόρατης εργασίας, ώστε να είναι υπολογίσιμες στην αγορά εργασίας και κατά συνέπεια στην κοινωνία μέσα στην οποία ζουν και μεγαλώνουν τα παιδιά τους. 

Αυτό ακριβώς είναι που επιδιώκουμε μέσω του έργου Worldplaces-Workplaces Working with Migrant Women, οργανώνοντας εκπαιδεύσεις και σεμινάρια για την ενδυνάμωσή τους και, παράλληλα, υποστηρίζοντας εταιρείες και οργανισμούς στη δημιουργία πολιτικών συμπερίληψης. Η ηγεσία, όμως, του εταιρικού κόσμου είναι αυτή που μπορεί να θέσει το πλαίσιο για την προστασία των ίσων ευκαιριών και να επενδύσει στην προώθηση της συμπερίληψης. Μέχρι τότε, το ερώτημα περί ένταξης και συμπερίληψης των γυναικών μεταναστευτικής καταγωγής θα εκκρεμεί.